- πέλτων
- πέλτονplatform for a sarcophagus: neut gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πελτῶν — πέλτη small light shield fem gen pl πέλτης the Nile fish masc gen pl πελτάζω serve as a fut part act masc voc sg πελτάζω serve as a fut part act neut nom/voc/acc sg πελτάζω serve as a fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλτων — πέλτον platform for a sarcophagus neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλται (-ες) — Πόλη της αρχαίας Μικράς Ασίας, όχι μακριά από τις πηγές του Μαίανδρου. Οι κάτοικοί της λέγονταν Πελτινοί. Στην πόλη αυτή έμειναν οι Μύριοι του Κύρου επί τρεις ημέρες. Στον 6o αι. μ.Χ. αναφέρεται με το όνομα Μόλτη, έδρα επισκόπου με τον τίτλο ο… … Dictionary of Greek
ενίσχω — ἐνίσχω (AM) άλλ. τ. τού ενέχω* 1. κρατώ μέσα, συγκρατώ ίδια σημ. και το μέσ. ενίσχομαι («τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος», Πλούτ.) 2. παθ. εμποδίζομαι, κρατούμαι, δεσμεύομαι («ἐνισχομένων τῶν πελτῶν τοῑς σταυροῑς», Ξεν.) … Dictionary of Greek